καρπώνομαι

καρπώνομαι
καρπώνομαι, καρπώθηκα βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρπώνομαι — καρπώθηκα, καρπωμένος, παίρνω τους καρπούς, νέμομαι, εκμεταλλεύομαι: Καρπώνεται τους ξένους κόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσαπολαύω — Α καρπώνομαι κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπολαύω «καρπώνομαι, πορίζομαι ωφέλεια ή κέρδος»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκκαρπούμαι — όομαι, Μ καρπώνομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκαρποῦμαι «καρπώνομαι, απολαμβάνω»] …   Dictionary of Greek

  • αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • απολαμβάνω — κ. λαβαίνω (AM απολαμβάνω) 1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι 2. παίρνω ό,τι μου ανήκει 3. αμείβομαι νεοελλ. 1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής 2. γλεντώ, τέρπομαι αρχ. 1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον 2. παίρνω μακριά, απομακρύνω 3. παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • αποφέρω — (AM αποφέρω) νεοελλ. φέρω ως εισόδημα, αποδίδω ως κέρδος αρχ. μσν. 1. αποκαθιστώ, αποζημιώνω 2. ( ομαι) καρπώνομαι αρχ. Ι. 1. αποκομίζω, μεταφέρω από κάποιο μέρος σε άλλο 2. (για άνεμο) απωθώ 3. επαναφέρω 4. παραδίδω κάτι που έχει ζητηθεί 5.… …   Dictionary of Greek

  • βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • εκκαρπίζομαι — ἐκκαρπίζομαι (Α) 1. παράγω καρπό 2. καρπώνομαι, απολαμβάνω 3. (για καλλιεργούμενη γη) εξαντλούμαι, γίνομαι άγονη …   Dictionary of Greek

  • επαπονίναμαι — ἐπαπονίναμαι (Α) απολαμβάνω επί πλέον, καρπώνομαι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + από + ονίναμαι «ωφελούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”